«Μάνα και κόρη τις είχαν γυμνές. Μαχαιρωμένες, για να τις δούμε»

Οι τόποι της μνήμης είναι γεωγραφικοί και συλλογικοί. Οι άνθρωποι που ζούνε και κατοικούν σε μια περιοχή δένονται μεταξύ τους όταν ανταλλάσσουν εμπειρίες και αναμνήσεις. Οταν, ως αυτόπτες μάρτυρες, θυμούνται μικρές λεπτομέρειες ή μεγάλης εμβέλειας γεγονότα, συγκροτούν έναν συλλογικό, συμβολικό τόπο μνήμης, μέσα από τον οποίο σχετίζονται με το παρελθόν τους. Με την ιστορία τους. Αν οι μάρτυρες χαθούν, η διαδικασία των προφορικών αφηγήσεων γίνεται προβληματική, το νήμα της μνήμης λεπταίνει και στο παρόν φτάνει μια αδιόρατη κλωστή για να συνδέσει ξεφτισμένες πλέον στιγμές για ιστορίες ανθρώπων, οι οποίοι υπήρξαν σιωπηλοί μάρτυρες της Ιστορίας.

Η ανάγκη διάσωσης και καταγραφής είναι σημαντική παράμετρος για την επικοινωνιακή διάσταση της μνήμης. Η διάδοση και η αναπαραγωγή αυτών των τόπων μνήμης, μέσω της λεκτικής και οπτικής αφήγησης, οικοδομούν τη συλλογική μας ταυτότητα. Πρέπει να θυμόμαστε για να ανήκουμε ή, όπως το έχει θέσει ο αιγυπτιολόγος Γιαν Ασμαν στο έργο του «Πολιτισμική μνήμη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017), «η μνήμη είναι γνώση με ευρετήριο ταυτότητας».

Σε αυτήν την κατεύθυνση ανάπτυξης και χρήσης της προφορικής ιστορίας στόχευσε το Istorima. Η ψηφιακή αρχειακή πλατφόρμα istorima.οrg που μόλις άρχισε να λειτουργεί είναι το μεγαλύτερο εγχείρημα συλλογής προφορικών ιστοριών στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκε από τη δημοσιογράφο Σοφία Παπαϊωάννου και την ιστορικό Κάθριν Φλέμινγκ και συνδυάζει τη δημοσιογραφία με την Ιστορία. Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία έχει τη στήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) ως ιδρυτικού δωρητή, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας του για Ενίσχυση κι Επανεκκίνηση των Νέων.

Λιλή Ταλιαδώρου

Σύμφωνα με την ιδρυτική δήλωση: «Το Istorima είναι ο τόπος όπου μπορείς να ακούσεις τις ιστορίες των άλλων και να πεις κι εσύ τη δική σου ιστορία. Ο τόπος όπου οι άνθρωποι μοιράζονται ιστορίες – ιστορίες δύσκολες, ιστορίες αγάπης, ιστορίες που μας άλλαξαν ή μας προσδιόρισαν, ιστορίες σύγχρονες ή παλιές – που μας βοηθούν να γνωριστούμε, να έρθουμε πιο κοντά στους άλλους, αλλά και στην κοινή μας Ιστορία. Εδώ διασώζονται οι σημαντικές ιστορίες ανθρώπων, που οι ζωές και οι εμπειρίες τους δεν καταγράφονται στα βιβλία της Ιστορίας».

Η πρώτη πηδαλιούχος ιστιοπλοϊκού

«Οταν σου λέω ήμουν ασταμάτητη, ήμουν ασταμάτητη! Το ’46 έκανα ιστιοπλοΐα πολύ. Ηταν όλες οι βάρκες με πηδάλια. Κι είχαμε άνδρες πηδαλιούχους όταν ξεκινήσαμε. Κάποτε ήρθε πια διαταγή να γίνουμε και γυναίκες πηδαλιούχοι. Κι επειδή εγώ ήμουν όλη την ώρα στον όμιλο κι επειδή ήμουν και πιο μικρόσωμη από κάτι τεράστιες που είχαμε, με κάναν την πηδαλιούχο του ιστιοπλοϊκού. Το ‘κανα κι αυτό!». Αφηγείται η πρώτη γυναίκα πηδαλιούχος ιστιοπλοϊκού, η Λίλη Ταλιαδώρου από τη Θεσσαλονίκη, τον μεταπολεμικό της ενθουσιασμό στην ερευνήτρια του Ιstorima. Μαζί με τις λεπτομέρειες εκείνες για τον έρωτά της με τον σέντερ φορ της Εθνικής Μπάσκετ. Αλλά και τη διαδρομή της ανεβαίνοντας την ιεραρχία της Τράπεζας της Ελλάδος.

Στο www.istorima.org έχουν ήδη ανεβεί ιστορίες σε μορφή podcast, βίντεο και γραπτού κειμένου, ταξινομημένες ως αφηγήσεις που αφορούν την παράδοση, την κοινωνία, τις σχέσεις, την Ιστορία, τον πόλεμο. Ολες οι συνεντεύξεις που συλλέγουν οι ερευνητές του Istorima βρίσκονται σε ένα μεγάλο αρχείο προφορικών ιστοριών, ανοικτό και προσβάσιμο σε όλους. Οι ερευνητές είναι νέοι 18-35 ετών από όλη την Ελλάδα, που αγαπούν τις ιστορίες του τόπου τους και θέλουν να τις διασώσουν. Εκπαιδεύονται από το Istorima κι εργάζονται, για εννέα μήνες στον τόπο τους, για αυτό το μεγάλο έργο, βοηθώντας αφηγητές να διηγηθούν τη δική τους ιστορία.

Γιώργος Ασλανίδης

Αντάρτης στα δεκαέξι

Στο κατεχόμενο Βέρμιο του 1942, ο δεκαεξάχρονος Γιώργος Ασλανίδης βγαίνει στο αντάρτικο. Παίρνει μέρος σε μάχες, γλιτώνει πολλές φορές τον θάνατο και γίνεται μάρτυρας της σφαγής του χωριού του από τους Ναζί. Η σφαγή των Πύργων Εορδαίας στις 23-24 Απριλίου 1944 είναι η δεύτερη μεγαλύτερη μαζική εκτέλεση κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα, όπου Ναζί και συνεργάτες τους εκτέλεσαν 327 άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, τα οποία έκαψαν ζωντανά στους αχυρώνες του χωριού.

«…Στις δέκα ημέρες οι Γερμανοί φύγανε από το Βέρμιο, κατεβήκαμε στο χωριό. Το χωριό ήταν άδειο, καμένο, κι οι ταγματασφαλίτες κάθε μέρα ληστεύανε το χωριό. Κι εκεί που είχαμε τον ομαδάρχη, πιάσανε τον κατάλογο και στον κατάλογο ήταν το δικό μου το όνομα γραμμένο πρώτο, εφεδρικό ΕΛΑΣ. Κι οι ταγματασφαλίτες με ψάχνανε. Κι αναγκαστικά πήγα, κατατάχθηκα στον ΕΛΑΣ. Κατατάχθηκα, και στο Κάτω Γραμματικό ήταν τα έμπεδα. Εκεί εκπαιδεύανε τους νεοσύλλεκτους αντάρτες. Κι εκεί κάθισα τρεις μήνες. Και πήγαινα απ’ το βράδυ, άναβα φωτιές σε ένα ύψωμα κι ερχότανε οι Εγγλέζοι, τα αεροπλάνα απ’ την Αγγλία τη νύχτα και ρίχνανε στο λιβάδι μέσα εκεί στο Ανω Γραμματικό, ρίχνανε τρόφιμα, όπλα, λίρες, αυτά… ρίχνανε.

Σοφία Σκρέκη

Φύγανε οι Γερμανοί, απολύθηκα. Δημιουργήθηκε ο Εμφύλιος. Κι έπρεπε να παρουσιαστώ στον Εμφύλιο, να γίνω αντάρτης. Εγραφε το απολυτήριο: «Να παρουσιαστείς στην πλησιέστερη μονάδα χωρίς πρόσκληση». Δεν ήθελα να πάω να γίνω αντάρτης. Γιατί θα πολεμούσα τους Ελληνες, για! Στον Εμφύλιο αναμεταξύ μας, ο Στρατός με τους κομμουνιστές. Εγώ επί Γερμανίας πήγα, εντάξει, αλλά όχι και με τους Ελληνες! Κι αναγκαστικά έφυγα, ήρθα στα Γιαννιτσά, κρύφτηκα εδώ πέρα. Και κάθισα μέχρι που τελείωσε ο Εμφύλιος».

Δύο δασκάλες στη Φωκίδα

Η Σοφία Σκρέκη θυμάται τον Εμφύλιο Πόλεμο όταν μικρή φεύγει από το χωριό Δάφνο με τα μουλάρια για να αγοράσει προμήθειες σε ένα άλλο χωριό. Οσα βλέπει στον δρόμο μένουν για πάντα στη μνήμη της:

«Νύχτα φορτώναμε το αλάτι. Από εκεί έπρεπε να το πάμε σε ένα άλλο μέρος, να το παραλάβουνε άλλοι, δηλαδή δεν σε αφήνανε να πας κατευθείαν. Κι από εκεί οι άλλοι να το πάρουν, να το πάνε στο αρχηγείο. Εμείς ήμασταν παιδάκια τώρα. Σηκωνόμασταν, θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα πάει νύχτα στο αυτό, προσκύναγα. Οπως πηγαίναμε, σε ένα μέρος ήτανε βράχος. Είχα μπει κι εγώ από πάνω από το μουλάρι καβάλα, κάνω έτσι να πέσω, ήταν ένας πιο πίσω μου ας πούμε πιο μεγάλος, με κρατάει με την γκλίτσα, πετιέμαι εγώ, τώρα μικρό παιδί.

Πήγαμε στο, τότε είχαμε πάει στο Κροκύλειο, αυτή τη νύχτα. Φορτώσαμε, φεύγουμε. Στον δρόμο ήτανε κάτι μικροί που τους λέγανε «γαβριάδες». Αυτοί τώρα οι γαβριάδες ήταν που, δηλαδή, άμα έκανες εσύ κάτι, ξέρω ‘γώ, σε καθάριζαν. «Θα δούμε τις δασκάλες! Θα δούμε, προχωράτε, θα δούμε τις δασκάλες!». Εγώ παιδάκι, έλεγα κι εγώ, ποιες δασκάλες;

Οπως προχωράγαμε στον δρόμο, βλέπουμε: μάνα και κόρη τις είχαν γυμνές. Μαχαιρωμένες, με πλάκες στα στήθια, με αλάτι, με τις κοτσίδες έτσι, μπροστά. Αυτά ήτανε για να τα βλέπεις, να φοβάσαι. Και γι’ αυτό μας θέλαν να τις δούμε…

…Πάμε στο χωριό χωρίς τα μουλάρια. Πήραμε το ποτάμι να βρούμε τον δρόμο, να κάνουμε. Πάω στο χωριό εγώ, μικρή. Εγώ από τις δασκάλες είχα πάθει, φαίνεται. Με βάζει η μάνα μου να κοιμηθώ. Σηκώθηκα να κοιμηθώ, τώρα μέρα ήταν. Ητανε δυο θειάδες μου κι η μάνα μου καθόντουσαν, γιατί κάτι έπαθε το κορίτσι, δεν είναι καλά το κορίτσι. Σηκώνομαι, με συγχωρείς, όπως ήμουνα κι εγώ, ας πούμε, δεν καταλάβαινα, κατεβάζω να πάω να κατουρήσω μέσα, μπροστά τους.

Λέει η μάνα μου: «Τι κάνεις;».

Λέει η θεια μου τώρα: «Μην του μιλάς, το παιδί. Επαθε το παιδί, μην του μιλάς».

Σηκώνομαι εγώ, παίρνω μετά, βγαίνω έξω, παίρνω τον δρόμο, έφευγα. Μετά συνειδητοποίησα, όταν πήγα στη βρύση, ότι κάτι δεν πάει καλά. Γυρίζω πίσω, τότε άρχισα να συνέρχομαι φαίνεται. Πάω πάνω στο σπίτι, βάζω τα κλάματα, λέω της μάνας μου: «Οι δασκάλες!» να λέω εγώ. «Ποιες δασκάλες, παιδάκι μου;». «Οι δασκάλες!». Αυτό μου είχε μείνει. Κι ακόμα μου έχει μείνει, με τις δασκάλες».