Covid-19: Κίνδυνος πνευμονικής ίνωσης για όσους αναρρώνουν

Γράφει ο Δημοσθένης Μπούρος*

Η πανδημία της COVID-19  έχει και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία των ασθενών (long covid disease). Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι περίπου το 70-80% των ασθενών που ανέκαμψαν από πνευμονία εξαιτίας της COVID-19 παρουσιάζουν επίμονα συμπτώματα (τουλάχιστον ένα ή περισσότερα), ακόμη και όταν θεωρούνται πλέον απαλλαγμένοι από τη νόσο που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός.

Το συνηθέστερο σύμπτωμα που επιμένει μετά την έξοδο από το νοσοκομείο  είναι η κόπωση (53%),  η δύσπνοια (43%), ο πόνος στις αρθρώσεις, (27%) και στο στήθος (22%). Στους τρεις μήνες μετά την έξοδο από το νοσοκομείο, υπολειμματικές διαταραχές της πνευμονικής λειτουργίας παρατηρούνται στο 25% των ασθενών, οι δε τιμές των πνευμονικών δεικτών φαίνεται ότι είναι χειρότερες από εκείνες  που έχουν οι ασθενείς όταν παίρνουν εξιτήριο από το νοσοκομείο.

Μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούν οι εμμένουσες πνευμονικές βλάβες και η εξέλιξή τους σε πνευμονική ίνωση με κύριες εκδηλώσεις τον ξηρό βήχα και τη δύσπνοια. Υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο των αναρρωσάντων ασθενών κατά την έξοδο από το νοσοκομείο έχουν ινωτικές βλάβες, αν και το  ακριβές ποσοστό των  COVID-19 ασθενών που θα αναπτύξουν ίνωση των πνευμόνων παραμένει άγνωστο, καθώς απαιτείται κατάλληλη προοπτική μελέτη.

Λαμβάνοντας υπόψη τους εκατομμύρια ασθενείς με COVID-19 παγκοσμίως, ακόμη και αν τελικώς είναι μικρό το ποσοστό της μετά την COVID-19 ίνωσης των πνευμόνων, αυτό είναι ανησυχητικό, αφού ο συνολικός αριθμός των ασθενών που θα αναπτύξουν ίνωση θα είναι μεγάλος. Μπορούμε όμως να εξαγάγουμε δεδομένα από τις επιδημίες SARS και MERS. Σε μελέτη 71 ασθενών με SARS που διήρκεσε 15 χρόνια βρέθηκε ότι 9,4% των ασθενών στην αρχή της μελέτης, 4,6% μετά από ένα έτος και 3,2% μετά από 15 χρόνια είχαν πνευμονικές βλάβες ορατές σε αξονικές τομογραφίες θώρακος. Παρόμοια ευρήματα αναφέρθηκαν σε πάσχοντες από MERS.

Έχουμε έλλειψη δεδομένων για την πορεία της πνευμονικής ίνωσης μετά από την COVID-19. Σε μία μελέτη διενεργήθηκε αξονική θώρακος την τελευταία ημέρα πριν από την έξοδο από το νοσοκομείο, καθώς και στις δύο και στις τέσσερις εβδομάδες μετά το εξιτήριο. Σε σύγκριση με την τελευταία αξονική πριν από την έξοδο, οι πνευμονικές βλάβες απέδραμαν σταδιακά στην πρώτη και δεύτερη αξονική μετά από την έξοδο, γεγονός που σημαίνει ότι θα μπορούσαν να είναι αναστρέψιμες. Επίσης, φαίνεται ότι η πρόγνωση των ασθενών που δεν βρίσκονται σε βαριά κατάσταση είναι ευνοϊκή, ενώ για τους βαριά ασθενείς η κλινική παρέμβαση πρέπει να γίνεται εγκαίρως για την αποφυγή επιδείνωσης.

Ηλικιωμένοι ασθενείς καθώς και ασθενείς που χρειάζονται παρατεταμένη νοσηλεία σε ΜΕΘ και μηχανικό αερισμό έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης ίνωσης των πνευμόνων. Η διάρκεια της νόσου είναι ένας σημαντικός καθοριστικός παράγοντας. Μελέτη έδειξε ότι το 4% των ασθενών με διάρκεια νόσου μικρότερη από 1 εβδομάδα, 24% των ασθενών με διάρκεια νόσου 1-3 εβδομάδων, και 61% των ασθενών με διάρκεια νόσου μεγαλύτερη των 3 εβδομάδων, ανέπτυξε ίνωση. Άλλος παράγοντας κινδύνου είναι η αυξημένη βαρύτητα της νόσου που περιλαμβάνει συννοσηρότητες, όπως η υπέρταση, ο διαβήτης και η στεφανιαία νόσος καθώς και ορισμένα εργαστηριακά ευρήματα, όπως η λεμφοπενία,  η λευκοκυττάρωση και η αυξημένη γαλακτική αφυδρογονάση (LDH).

Οι καπνιστές έχουν 1,4 φορές περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν σοβαρά συμπτώματα COVID-19 και 2,4 φορές περισσότερες πιθανότητες να χρειαστούν εισαγωγή σε ΜΕΘ και μηχανικό αερισμό ή να πεθάνουν σε σύγκριση με τους μη καπνιστές. Επίσης ο αλκοολισμός αυξάνει τον κίνδυνο επιπλοκών της COVID-19.

Επί του παρόντος δεν υπάρχουν πλήρως αποδεδειγμένες επιλογές για τη θεραπεία της μετά την COVID-19 ίνωσης των πνευμόνων. Οι διάφορες στρατηγικές θεραπείας είναι υπό αξιολόγηση. Η παρατεταμένη χρήση αντι-ιικών, αντιφλεγμονωδών και τα αντι-ινωτικών φαρμάκων μειώνει την πιθανότητα ανάπτυξης της ίνωσης των πνευμόνων. Ωστόσο, δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί εάν μπορεί η έγκαιρη και παρατεταμένη χρήση αντι-ιικών φαρμάκων να αποτρέψει την αναδιαμόρφωση του πνεύμονα ή ποια από τα διαθέσιμα αντι-ιικά είναι πιο αποτελεσματικά. Αν και ο λόγος κινδύνου-οφέλους πρέπει να αξιολογηθεί πριν από τη χρήση, παρατεταμένη χαμηλή δόση κορτικοστεροειδών μπορεί να αποτρέψει αναδιαμόρφωση πνευμόνων σε επιζώντες. Αντι-ινωτικά φάρμακα, όπως η πιρφενιδόνη και η νιντεντανίμπη, έχουν επίσης αντιφλεγμονώδη δράση και έτσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακόμη και στην οξεία φάση της πνευμονίας  της COVID-19, βάσει κλινικής δοκιμής.

Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για τον εντοπισμό βιοδεικτών στις αρχές της νόσου ώστε να ανιχνεύονται εγκαίρως οι ασθενείς που είναι πιθανό να προχωρήσουν σε πνευμονική ίνωση. Η χρήση αντι-ινωτικής θεραπείας πρέπει να είναι εξατομικευμένη και ανάλογη με την πρόβλεψη κινδύνου για ανάπτυξη πνευμονικής ίνωσης.

Η αποκατάσταση στο οξύ στάδιο και ιδιαιτέρως στο χρόνιο στάδιο της νόσου είναι ευεργετική. Βελτιώνει την αναπνευστική λειτουργία, την αντοχή, και την αυτοεξυπηρέτηση σε καθημερινές δραστηριότητες. Ωστόσο απαιτείται επιστημονική έρευνα για την εκτίμηση των συγκεκριμένων οφελών.

Σήμερα πολλές κλινικές δοκιμές και μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη για τη μετά   την COVID-19 πνευμονική ίνωση. Μακροπρόθεσμη πολυκεντρική μελέτη διεξάγεται ήδη και στη χώρα μας προκειμένου να αποκαλυφθούν όλες οι πτυχές της πνευμονικής ίνωσης μετά από την COVID-19 .

*Ο Δημοσθένης Μπούρος είναι ομότιμος καθηγητής Πνευμονολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών