Το τείχος της δυσπιστίας

Σε όλη την Ευρώπη οι κυβερνήσεις συναντούν εμπόδια στο να ακολουθήσει το σύνολο των κοινωνιών τα μέτρα και συστάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η δυσκολία αποδίδεται σε έναν διάχυτο ανορθολογισμό, που απαξιώνει την πρόοδο της επιστήμης και τροφοδοτείται από θεωρίες συνωμοσίας και σε ορισμένες περιπτώσεις τον κυνικό πολιτικό υπολογισμό της Ακροδεξιάς.

Δεν έχω αντίρρηση ότι αυτή είναι μια σημαντική πλευρά του προβλήματος. Ομως, δεν είναι η μόνη, ακόμη και εάν φαντάζει ως η πιο προφανής, κυρίως επειδή είναι η πιο θορυβώδης και ορατή. Υπάρχει και μια άλλη διάσταση στη δυσπιστία σημαντικών τμημάτων των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι στη διαχείριση της πανδημίας.

Μια δυσπιστία που έχει να κάνει με τις παλινωδίες που αποτυπώθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας, τον τρόπο που μέτρα παρουσιάστηκαν ως πανάκειες χωρίς τελικά να δικαιώσουν τέτοιο χαρακτηρισμό, τις διαρκείς αναφορές ότι «οι επόμενες δύο εβδομάδες είναι κρίσιμες», τις αλλεπάλληλες εγκλήσεις για ατομική ανευθυνότητα των πολιτών που δεν συνοδεύονταν από αντιστοίχως επαρκή ανάληψη των ευθυνών που αναλογούσαν στους δημόσιους φορείς. Μια δυσπιστία που ενισχύθηκε από την κούραση από τα περιοριστικά μέτρα (που συχνά συνδυάστηκαν με την έκθεση σε κίνδυνο των «ουσιωδών εργαζομένων»), τις κοινωνικές επιπτώσεις από την οικονομική ύφεση, αλλά και την επέκταση ενός φάσματος απαγορεύσεων στο πλαίσιο των μέτρων τύπου lockdown. Σε αυτό το φόντο, είναι που διαμορφώνεται όχι μόνο μια αμφισβήτηση της εγκυρότητας συστάσεων και μέτρων, αλλά και μια δυσαρέσκεια για τον τρόπο που εφαρμόζονται οι διάφορες παραλλαγές «υγειονομικών διαβατηρίων».

Μια τέτοια οπτική μπορεί να κατανοήσει ποια είναι η ανορθολογική διάσταση και ποια αυτή που αφορά εύλογα ερωτήματα και εξηγεί γιατί αυτό που χρειάζεται δεν είναι ούτε μια απλώς καταδικαστική ή απαξιωτική προσέγγιση, ούτε τόσο μια προσπάθεια εμμέσου εξαναγκασμού μέσω αλλεπάλληλων αρνητικών διακρίσεων, αλλά πολύ περισσότερο μια συστηματική εκστρατεία πειθούς που να ξεκινά από την παραδοχή ότι αντιμετωπίζει κατά βάση έλλογα και σκεπτόμενα υποκείμενα.