Φυματίωση, πανώλη, σύφιλη: Πως αντιμετωπίσαμε τις μεγάλες υγειονομικές κρίσεις στην πορεία των χρόνων;

«Κατά την διάρκεια των μεγάλων, θανατηφόρων επιδημιών που έπληξαν τις κοινωνίες μας στην διάρκεια των χρόνων, οι άνθρωποι αλληλομισήθηκαν» λέει η καθηγήτρια Επιστημολογίας, Ιστορίας και Ηθικής της Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Μαριάννα Καραμάνου σε μια κουβέντα περί επιστήμης, υγειονομικών κρίσεων, κοινωνικών παρενεργειών και πολιτικών αντιδράσεων. Καθώς δε επιδημίες όπως η φυματίωση, η λέπρα ή η σύφιλη (και σήμερα η πανδημία του Covid-19) οδήγησαν σε μαζικούς τάφους των θυμάτων τους και έφεραν το υγειονομικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα της εκάστοτε εποχής αντιμέτωπα με πρωτόγνωρες συνθήκες, είναι προφανές ότι οι ιστορικές και κοινωνικές αλλαγές που έφεραν ήταν σαρωτικές.

Ποιες ήταν αυτές; Η ίδια περιγράφει ιστορικά γεγονότα και φωτίζει επιστημονικά «μονοπάτια» τα οποία αναγκαστήκαμε να περάσουμε, αλλά κυρίως στέκεται στον ρόλο που έπαιξαν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι γιατροί. Γιατί οι αντιδράσεις των ίδιων των πολιτών, υπήρξαν συχνά ακραίες…

Ο χρονικογράφος και  φραγκισκανός μοναχός Michele di Piazza, λέει η κυρία Καραμάνου, στο σύγγραμμά του: «Η ιστορία της Σικελίας τα έτη 1337-1361» (Historia Secula ab anno 1337 ad annum 1361) μεταφέρει την κατάσταση που επικρατούσε στην Μεσσήνη κατά την εμφάνιση της πανώλης: «Σε περίπτωση που ένα παιδί αρρώσταινε ο πατέρας του το άφηνε αβοήθητο. Τα θύματα πέθαιναν ακοινώνητα και χωρίς διαθήκη αφού ούτε ο παπάς ούτε ο συμβολαιογράφος τολμούσαν να τα πλησιάσουν. Οι δομινικανοί μοναχοί, που είχαν το θάρρος να πλησιάσουν τους ασθενείς, κολλούσαν αμέσως και πολλοί πέθαιναν μέσα στο ίδιο το δωμάτιο του ετοιμοθάνατου».

Την 4η Μαρτίου του 1493, συνεχίζει,  ο Χριστόφορος Κολόμβος έδεσε το πλοίο του, λόγω κακοκαιρίας, στην Λισσαβόνα. Εκείνη η  μέρα θεωρήθηκε, μεταγενέστερα, από τον γερμανό συφιλιδολόγο Christoph Girtanner (1760-1800) ως η χειρότερη της Ευρώπης. Ήταν η αρχή για το πρώτο ξέσπασμα της σύφιλης, ενός αφροδισίου νοσήματος που σύντομα έλαβε επιδημικές διαστάσεις.

Άλλωστε το νόσημα αυτό, μεταφερόμενο στην Ευρώπη με το πλήρωμα του Κολόμβου, βρήκε κατάλληλη «κατοικία», δηλαδή άτομα με έλλειψη ειδικής ανοσίας που ζούσαν σε υποβαθμισμένες συνθήκες, προκαλώντας έτσι μια κλινικώς σοβαρή – αν και βραχύβια-  ασθένεια.

Μ. Καραμάνου

«Η επακόλουθη κλινική μορφή, παρόμοια με τη σύγχρονη αφροδίσια λοίμωξη αναπτύχθηκε ως μια ξεχωριστή ηθικο-κλινική οντότητα, μια ατομική δυστυχία, αποτελώντας αντικείμενο ηθικολογικών κηρυγμάτων και εύκολη λεία πολιτικο-οικονομικής κερδοσκοπίας. Ο πανικός που επικράτησε αποτυπώνεται στο διάταγμα που εξέδωσε το 1498 ο βασιλικός επίτροπος των Παρισίων και καλεί  τους συφιλιδικούς να εγκαταλείψουν την πόλη ‘επί ποινή να ριφθούν στον ποταμό’, αφού αρχικά τους είχε απειλήσει με την αγχόνη.  Η σύφιλη θεωρήθηκε μια έξωθεν εισβολή και σύντομα υιοθετήθηκε ‘εθνικό όνομα’ όπως η ναπολιτάνικη νόσος, η πολωνική ή η γαλλική, σε μια προσπάθεια μετάθεσης του στίγματος. Παράλληλα οι γυναίκες θεωρήθηκαν υπαίτιες της νόσου και  τα ‘δηλητηριώδη κορίτσια’ στα δημόσια λουτρά μετέδιδαν τη σύφιλη στους άντρες» λέει η κυρία Καραμάνου.

Και η λέπρα;

«Από την άλλη, η λέπρα υπήρξε ενδημικό νόσημα στον Ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα. Η φοινικική νόσος των Ιπποκρατικών κειμένων, λόγω της συχνής εμφάνισής της στην Φοινίκη, ήταν γνωστή ως ελεφαντίαση στον Γαληνό και λέπρα στα κείμενα του Μεσαίωνα. Η νόσος θεωρήθηκε από τους αρχαίους ιατρούς κληρονομική. Οι ασθενείς περιθωριοποιήθηκαν ως ακάθαρτοι με έντονες σεξουαλικές επιθυμίες εξού και ο όρος ‘σατυρίαση’, τον οποίο χρησιμοποιούσε ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) για την περιγραφή της νόσου. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η λέπρα ερμηνεύτηκε ως τιμωρία του Θεού στους αμαρτωλούς και οδήγησε στην απομάκρυνση των ασθενών είτε σε αποικίες λεπρών είτε σε ιδρύματα (λεπροκομεία)» συνεχίζει η καθηγήτρια της Ιατρικής σχολής Αθηνών.

Παράλληλα συνδέθηκε με εικόνες παραμόρφωσης και σήψης, ενώ ο λεπρός αποτέλεσε συνώνυμο του φαύλου με τον οποίο ο υγιής και ενάρετος πολίτης δεν έπρεπε να έχει επικοινωνία».

Σπιναλόγκα

Η φυματίωση

«H φυματίωση από την άλλη πλευρά, είναι νόσος γνωστή από την αρχαιότητα» συνεχίζει. «Ευρήματα από απολιθώματα, απεικονίσεις σε σπήλαια, μούμιες στην Αίγυπτο ή στο Περού,  αγαλματίδια αλλά και παλιές κινέζικες δοξασίες μαρτυρούν την παρουσία της ανά τους αιώνες. Η νόσος περιγράφεται στην Ιπποκρατική Συλλογή και λαμβάνει την ονομασία ‘φθίση΄ ενώ μέχρι τον 19ο αιώνα θεωρείται κληρονομικό νόσημα.  Τον 18ο και 19ο αιώνα ο υπερπληθυσμός της Ευρώπης και οι κακές συνθήκες υγιεινής, συντέλεσαν στη  μετάδοση της νόσου που φθάνει στο απόγειό της μεταξύ των ετών 1780-1830 και αποκτά επιδημική διάσταση. Εκείνη την περίοδο την αποκαλούν λευκή πανώλη (σε αντίθεση με τη μαύρη πανώλη του μεσαίωνα).  Όπως η λέπρα έτσι και η φυματίωση περιβλήθηκε από στίγμα, παρανοήσεις και ταμπού ενώ κατά παράδοξο τρόπο θεωρήθηκε συνώνυμο της μελαγχολίας και συνδέθηκε με την δημιουργικότητα και την μποέμικη ζωή».

Ο ρόλος των γιατρών

Ποιος όμως ήταν ο ρόλος των ιατρών την περίοδο που ξέσπασαν οι παραπάνω πανδημίες; Η κυρία Καραμάνου λέει ότι ο ιταλός ιατρός, υγειονολόγος, Luigi Mongeri (1815-1882),  εκ των αναμορφωτών της ψυχιατρικής στην Οθωμανική αυτοκρατορία, περιγράφει στο άρθρο του με τίτλο: «Etudes sur l’épidémie de choléra qui a régné à Constantinople en 1865» (Μελέτη της επιδημίας χολέρας που έπληξε την Κωνσταντινούπολη το 1865) τον ρόλο που πρέπει να έχει ο ιατρός την περίοδο των επιδημιών καθώς και τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει, έχοντας ως κύριο στόχο την σωστή περίθαλψη των ασθενών αλλά και την προάσπιση της δημόσιας υγείας: «Ο ρόλος του ιατρού είναι ιδιαίτερα σημαντικός όταν σχετίζεται με την υγεία του ατόμου. Όμως γίνεται σπουδαιότερος και λαμβάνει διαστάσεις ιερού καθήκοντος όταν αφορά την δημόσια υγεία.

Luigi Mongeri

Σε αυτή την περίπτωση ο ιατρός είναι ο κύριος θεματοφύλακάς της. Θα μπορέσει να θέσει ένα τέλος στην ξέφρενη πορεία της επιδημίας; Από την μια έχει να αντιμετωπίσει την άγνοια και την αδιαφορία και από την άλλη τις προκαταλήψεις. Αντιλαμβάνονται οι ιατροί την ιερή αποστολή τους; Αναμφίβολα διαθέτουν θάρρος και αυτοθυσία αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι ορισμένες φορές στερούνται νοημοσύνης και γνώσης. Η ιστορία της πανώλης που έπληξε όχι μόνο την Ευρώπη αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, επιβεβαιώνει πως οι περιοδικές εξάρσεις της ανά τους αιώνες οφείλονται στην ανεπάρκεια του υγειονομικού συστήματος παρά στην ελλιπή εκτέλεση των μέτρων περιορισμού της».

Πάντως, το 1842 ο γιατρός Mongeri κατάφερε επιτυχώς να περιορίσει μια επιδημία βουβωνικής πανώλης που έπληξε την Κρήτη οργανώνοντας ορθά το υγειονομικό σύστημα και επιβάλλοντας αυστηρά μέτρα περιορισμού.

«Και αν ο Mongeri τον 19ο αιώνα, χάρη στην πρόοδο της επιστήμης αλλά και στην μακραίωνη γνώση για την πορεία του νοσήματος είχε μια ορθολογική στάση» συνεχίζει, «ο Thomas Sydenham εγκατέλειψε το Λονδίνο που πλήττονταν από την πανώλη το 1667». «Είναι η εποχή που ο ιατρός βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας, εκπροσωπώντας μια ελίτ της εποχής. Το γεγονός ότι οι επιδημίες πανώλης ήταν συχνές,  αποτελούσαν έδαφος για επαγγελματική άνοδο, δημοφιλία και επιτυχία, ειδικά σε περιπτώσεις ιατρών που έμεναν στις πόλεις κατά την επιδημία και αντιμετώπιζαν τους ασθενείς, έναντι υψηλής κρατικής αμοιβής».

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τις «Ιστορίες του Καντέρμπερυ» που γράφτηκε μεταξύ 1387 και 1400: «Ο ιατρός κράτησε ό,τι είχε κερδίσει από την πανούκλα, άλλωστε ο χρυσός στην ιατρική προσδίδει θερμότητα. Γι’ αυτό αγαπούσε τόσο τον χρυσό».

«Στις αρχές του 16ου αιώνα, ο φόβος του αφροδίσιου νοσήματος οδήγησε στην αύξηση της σκληρότητας των τιμωριών που είχαν ως στόχο των περιορισμό της πορνείας» λέει ακόμη η κυρία Καραμάνου.  «Ωστόσο παρά τις αυστηρές και συχνά ταπεινωτικές τιμωρίες, η πορνεία και το αφροδίσιο νόσημα συνέχισαν να εξαπλώνονται. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα οι ιατροί προσπάθησαν να καταπολεμήσουν την σύφιλη τονίζοντας τον κίνδυνο του κοινωνικού αντίκτυπού της, ενώ έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στην ιερότητα του σπιτιού, στο ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια και στην αξία τής εντός γάμου σεξουαλικής δραστηριότητας».

«Μέσα σ όλα αυτά, ο ιατρός υπήρξε πάντα ο θεματοφύλακας της δημόσιας υγείας και αρκετές ήταν  οι περιπτώσεις που εργάστηκε με αυταπάρνηση και με κίνδυνο της ζωής του» αναφέρει η καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Αθηνών.

Και κλείνει την κουβέντα μας με την ρήση του Μεγάλου Βασιλείου που μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ: «Των μεν τραυματιών ιατροί, των δεν υγιών εκπαιδευταί, το άρρωστον θεραπεύοντες, το υγιές προνοούντες».