Δίκη για το Μάτι: «Οι δίδυμες κάηκαν αγκαλιασμένες με τους παπούδες τους» – Η συγκλονιστική κατάθεση της μητέρας

Αγκαλιασμένοι μέχρι το θάνατο έχοντας κάνει ασπίδα για τα εγγόνια τους. Αυτή ήταν η εικόνα που περιέγραψαν οι γονείς των δίδυμων κοριτσιών, της Σοφίας και της Βασιλικής καταθέτοντας με φωνή γεμάτη πόνο και θρήνο για τον οδυνηρό και μαρτυρικό θάνατο των αγαπημένων τους παιδιών και των παππούδων τους.

Μία μεγάλη φωτογραφία με τα πρόσωπα των δύο δίχρονων κοριτσιών, σε στιγμές χαράς και ανεμελιάς, γεμάτες φως, μέσα ένα ουράνιο τόξο και δίπλα μία ανθοδέσμη με λευκά λουλούδια, ακριβώς τοποθετημένη κάτω από τα μαύρα πανιά στα κάγκελα του Εφετείου … μαρτυρούσε την οδύνη και το θρήνο και στη διάρκεια της σημερινής δίκης για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, που διεξήχθη σε μια αίθουσα με πάρα πολύ κόσμο , που βρέθηκαν στο πλευρό αυτών των γονιών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

«Είδα το μωρό μου νεκρό» – Λευκά τριαντάφυλλα για το βρέφος που χάθηκε στο Μάτι, καθηλώνει η κατάθεση του πυροσβέστη πατέρα

Η μητέρα των κοριτσιών Γεωργία Ξυραφάκη, ο βράχος στη ζωή του συζύγου της, όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε λίγο αργότερα στη δική του κατάθεση,  συγκλόνισε τους πάντες με την κατάθεσή της και την περιγραφή να εντοπίσουν τα παιδιά και τα πεθερικά της . «Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Μετά από πάρα πολλά τηλεφωνήματα, μας είπαν δεν έχουμε να σας πούμε κάτι, εφόσον δεν έχουμε βρει κάτι θα πρέπει να ψάξετε στους πεθαμένους, θα πρέπει να πάτε στο Γουδί να δώσετε γενετικό υλικό και ίσως βρεθεί κάτι. Πήγαμε, δώσαμε γενετικό υλικό και περιγραφή το τι φορούσαν».

Το βίντεο που ξαναγέννησε τη χαμένη ελπίδα

Μία από τις χειρότερες στιγμές για την μάρτυρα ήταν όταν είδε ένα βίντεο με δύο κοριτσάκια που μοιάζανε στα παιδιά της αλλά και στη συνέχεια όταν επιτήδειοι έπαιρναν τηλέφωνο το σύζυγο της και του έλεγαν απρέπειες. «Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε στο Σχιστό όπου είχαν σορούς. Καθώς περιμέναμε εκεί, είδαμε στο ίντερνετ κ ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ κορίτσια μας, μας έδωσαν ελπίδες. Είμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς  τον τηλεοπτικό σταθμό Αλφα που είχαμε δει αυτό το βίντεο.

Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε. Βγάλαμε φωτογραφία που φαίνονται κορίτσια και κατευθυνθήκαμε στις 24/7 στο λιμενικό μήπως μάθουμε πληροφορίες. Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα. Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικός μας, είπαμε θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει.

Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε να μάθουμε κι εκεί πληροφορίες. Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα. Εγώ πήγα στο δημαρχείο ραφήνας όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και μου λέει ο σύζυγος μου θα μιλήσω μήπως κάποιος έχει κάποια πληροφορία. Δώσαμε τηλέφωνο συζύγου. Ξεκίνησε άλλο μαρτύριο μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγε τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε αποκλείεται, παππούδες θα έκαναν πάντα για να είναι σώα και αβλαβή.» είπε η μάρτυρας.

Εφιαλτικές ήταν οι στιγμές που περιέγραψε η μάρτυρας ανεβαίνοντας τον Γολγοθά της ταυτοποίησης των σορών των παιδιών της.

«Στις 27/7 ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς μάθαμε ότι ήταν δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα, με τα πεθερικά μου κάτω, παιδιά στη μέση και τον πεθερό μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε» τόνισε η μάρτυρας.

Όπως είπε απαντώντας σε ερωτήσεις του δικηγόρου Βασίλη Χειρδάρη, που εκπροσωπεί την οικογένεια τη δίκη. «Πιστεύω ότι παγιδευτήκανε δεν τους επιτρέπανε επιστροφή προς Αθήνα» τόνισε η μάρτυρας.

Καθηλωτικός ήταν και ο πατέρας των παιδιών Ιωάννης Φιλιππόπουλος, ο οποίος πέρασε τα μπλόκα προς την Ραφήνα, επισημαίνοντας πως μόνο αν κάποιος τον πυροβολούσε θα μπορούσε να τον σταματήσει.

Ο πατέρας των διδύμων περιέγραψε πως κατέληξαν να δώσουν DNA περιγράφοντας :

«Πάμε στο Σχιστό και όπως περιμέναμε δυστυχώς είδαμε ένα βίντεο από ένα αλιευτικό να βγαίνουν δύο κοριτσάκια, μοιάζανε καταπληκτικά, θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας ότι ζούνε, επειδή ξέρω γονείς μου, ήξερα ότι θα πέθαιναν  για να ζήσουν κορίτσια, μας. Πήγαμε στο λιμενικό για να μας δείξουμε πλάνο. Αν έχει γίνει καταγραφή. Ξεκίνησε λιμενικό διαδικασίες, απελπισμένος είπα θα βγω στα κανάλια να μιλήσω μήπως έχει δει κάποιος τα παιδιά. Έδωσα τηλέφωνο, με παίρνανε τηλέφωνο, έλα έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε, μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια. Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και πατέρα μου από πάνω. Υποψιαστήκανε πως πρόκειται για οικογένεια μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουνε με DNA» τόνισε ο μάρτυρας.

Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που κλήθηκε να διαχειριστεί για το χαμό των δικών του. «Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποιήσαν ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά…Είπα στον άνθρωπο που είχε το γραφείο τελετών να σφραγίσουν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δε ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει…Ζήτησα να κατεβάσω εγώ φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσαν να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι…Ζήτησα αυτό» περιέγραψε ως μάρτυρας και είπε πως η πιο όμορφη στιγμή της ζωής του ήταν όταν τα κοριτσάκια του «σήκωσαν τα χέρια και μου είπαν μπαμπά.»  Και πρόσθεσε «Χάρη στη σύζυγο μου και αγάπη που μας ενώνει είμαι ακόμα ζωντανός. Μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι, μισοί ζωντανοί. Τους πήγαν σε επικίνδυνο μέρος, χωρίς να υπολογίσουν συνέπειες. Η δικιά μου οικογένεια πήγε τσάμπα.».

Η αδελφή του κ. Φιλιππόπουλου, Ελένη, δείχνοντας στο δικαστήριο ένα καμένο βραχιόλι, ότι είχε μείνει από τη μητέρα της, είπε στην κατάθεση της, ότι βρήκε το κουράγιο και πήγε στο χωράφι που κάηκαν οι δικοί της. «Γύρω από εκεί θάνατος, όλα καμένα. Οι σοροί τους βρέθηκαν 122 μέτρα από το αμάξι, που σημαίνει ότι τρέξανε να πάνε προς την πορτούλα προς τη θάλασσα…Ο πατέρας μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πήγε από πάνω τους για να τους προστατέψει» τόνισε η μάρτυρας εμφανώς συγκινημένη.

Η Βαρβάρα Γεωργακοπούλου περιέγραψε στο δικαστήριο ότι δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να αφήνεις πίσω τη σορό του δικού σου ανθρώπου. Η μάρτυρας έχασε το σύζυγο της ο οποίος δεν τα κατάφερε. Μέχρι τις 12 το βράδυ έμεινε δίπλα του. «Κάποια στιγμή στις 12 μου λένε αυτή είναι η τελευταία βάρκα…Δεν μπορώ να τον αφήσω τους λέω. Μου λέει δε γίνεται να μείνετε έχουμε εντολή να εκκενώσουμε την ακτή. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα να φεύγεις και να αφήνεις πίσω άνθρωπο σου ένα νεκρό. Ήταν γυμνός όπως σηκώθηκε από κρεβάτι με ένα σορτσάκι. Τους πήγα προσωπικά του αντικείμενα και αναγνωρίστηκε μετά από 13 ημέρες, άλλος θάνατος για μένα. Δεν ξέρω τι παρέλαβα, από ό, το μου είπαν ήταν ένα φέρετρο πούπουλο» τόνισε η μάρτυρας.

Η Ειρήνη Ορφανού κατέθεσε για την απώλεια της αδελφής της. «Εκείνη την ημέρα η αδερφή μου ήταν μόνη της. Εγώ έκανα την τελευταία μου χημειοθεραπεία και ήμουν στην Αγία Παρασκευή. Δεν υπήρχε άνθρωπος να πάει να τη βοηθήσει. Κατέβηκε τα σκαλιά και εκεί έμεινε. Ήταν καμένη, ήταν συγκλονιστικό θέαμα.», κατέθεσε η μάρτυρας.