Οι μάσκες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τα γρήγορα τεστ

Οι μάσκες προστατεύουν εμάς και τους άλλους από τη διάδοση του κοροναϊού, όμως δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το δείγμα από την μύτη ή το λαιμό που χρειάζεται για τα τεστ διάγνωσης της νόσου.

Οι δυσκολίες στη λήψη σωστού δείγματος, ιδίως για τα self – test, οδήγησαν τους επιστήμονες να διερευνήσουν αν οι μάσκες θα μπορούσαν να συγκρατήσουν αρκετό φορτίο του ιού, προκειμένου να χρησιμοποιούνται αυτές αντί για τον στυλεό που μπαίνει στη ρινική κοιλότητα για τη λήψη επιχρίσματος, ως μια λιγότερο παρεμβατική μέθοδος.

Η υπόθεση ήταν η εξής: Αν οι ποσότητες ιού που διασπείρονται από τους συμπτωματικούς ασθενείς με κοροναϊό μειώνονται όταν αυτοί φορούν μάσκα, τότε σωματίδια του ιού θα πρέπει να παραμένουν στα φίλτρα που υπάρχουν μέσα στις μάσκες.

Η έρευνα έγινε στο πλαίσιο του Dragon Project, ενός ερευνητικού προγράμματος ύψους 11,5 εκατ. ευρώ που χρηματοδοτείται από την Πρωτοβουλία Καινοτόμων Φαρμάκων (ΙΜΙ) της Ε.Ε. και στοχεύει στη χρήση τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής μάθησης για την ανάπτυξη ενός συστήματος για ακριβέστερη διάγνωση της COVID – 19, αλλά και πιο ακριβείς προβλέψεις για την έκβαση της νόσου στον κάθε ασθενή. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται υπολογιστική τομογραφία, για την ανάπτυξη ενός λεπτομερούς προφίλ για τους ασθενείς. Στη συνέχεια χρησιμοποιείται τεχνητή νοημοσύνη για την προσέγγιση των ασθενών με ιατρική ακριβείας, ώστε οι θεράποντες γιατροί να παίρνουν τις βέλτιστες αποφάσεις σε ότι αφορά τις θεραπευτικές επιλογές που θα γίνουν για τον κάθε ασθενή ξεχωριστά.

Οι ερευνητές του Dragon Project έφτιαξαν αεροζόλ από αδρανοποιημένο ιό που το ψέκασαν στα φίλτρα μασκών προσώπου, περιμένοντας ότι από την δοκιμή αυτή, θα μπορούσαν να εντοπίσουν μέχρι 10 αντίγραφα κοροναϊών ανά φίλτρο. Όμως, οι δοκιμές περίπου 45 δειγμάτων έδειξαν ότι το ιικό φορτίο που εκπέμπεται από τα αερολύματα αναπνοής των περισσότερων ασθενών με COVID-19 ήταν κάτω από αυτό το όριο.

Συγκρίνοντας με τα ρινοφαρυγγικά επιχρίσματα, τα φίλτρα της μάσκας έδειξαν μόνο 8,5% ευαισθησία σε δείγματα που συλλέχθηκαν από νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19, αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα επιχρίσματα είχαν συλλεγεί έως και μια εβδομάδα νωρίτερα από τα δείγματα του φίλτρου, γεγονός που θέτει περιορισμούς στην άμεση σύγκρισή τους.

Η διαφορά στην ανίχνευση του κοροναϊού μεταξύ φίλτρων και ρινοφαρυγγικών επιχρισμάτων δείχνει ότι ο αριθμός των σωματιδίων του ιού που συλλέχθηκαν στο φίλτρο της μάσκας ήταν κάτω από το όριο ανίχνευσης για όλους τους ασθενείς, εκτός από εκείνους με το υψηλότερο ιικό φορτίο, καθώς όπως είναι γνωστό, το ιικό φορτίο κορυφώνεται λίγο πριν την εμφάνιση των συμπτωμάτων.

Έτσι, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν πως οι μάσκες προσώπου δεν είναι κατάλληλες, ώστε να μπορέσουν να αντικαταστήσουν τα ρινοφαρυγγικά επιχρίσματα για τη διάγνωση του COVID-19.

Παρόλα αυτά, μπορεί να είναι κατάλληλες για χρόνιους μολυσματικούς παράγοντες όπου ο παθογόνος μικροοργανισμός παραμένει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και σε μεγαλύτερες ποσότητες. Στην κατεύθυνση αυτή, η έρευνα συνεχίζεται και θα επικεντρωθεί στα αερολύματα αναπνοής κατά τη χρήση μάσκας προσώπου με φίλτρα, για τον εντοπισμό ασθενών μολυσμένων με βακτήρια ή μύκητες.

Η εφαρμογή μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντική για τον εντοπισμό του μικροβίου της φυματίωσης, τον ασπέργιλλο ή την ψευδομονάδα, πολύ ισχυρά μικρόβια που δείχνουν ανθεκτικότητα στα υπάρχοντα αντιβιοτικά.